απολειτουργώ

απολειτουργώ
(-άω) (Α ἀπολειτουργῶ, -έω)
(για τον ιερέα) νεοελλ. αποτελειώνω τη θεία λειτουργία
αρχ.
τελειώνω την υπηρεσία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”